Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐζω
ἀγλαΐη
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
ἀγλαϊστός
ἀγλαόβοτρυς
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαοεργός
ἀγλαόθρονος
ἀγλαόθυμος
View word page
ἀγλαΐη
splendor, brilliancy
ShortDef
splendor, brilliancy
Debugging
Headword:
ἀγλαΐη
Headword (normalized):
ἀγλαΐη
Headword (normalized/stripped):
αγλαιη
IDX:
543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-544
Key:
Data
{'content': 'splendor, brilliancy'}