Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
μακρός
μακρόσημος
μακροσκελής
μακρόσκιος
μακρόσπαρτον
μακροσύλλαβος
View word page
μακροπώγων
long-bearded

ShortDef

long-bearded

Debugging

Headword:
μακροπώγων
Headword (normalized):
μακροπώγων
Headword (normalized/stripped):
μακροπωγων
IDX:
54396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54397
Key:

Data

{'content': 'long-bearded'}