Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
μακρός
μακρόσημος
μακροσκελής
μακρόσκιος
View word page
μακρόπτερος
long-winged

ShortDef

long-winged

Debugging

Headword:
μακρόπτερος
Headword (normalized):
μακρόπτερος
Headword (normalized/stripped):
μακροπτερος
IDX:
54394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54395
Key:

Data

{'content': 'long-winged'}