Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
μακρός
μακρόσημος
μακροσκελής
View word page
μακροπρόσωπος
long-faced
ShortDef
long-faced
Debugging
Headword:
μακροπρόσωπος
Headword (normalized):
μακροπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
μακροπροσωπος
IDX:
54393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54394
Key:
Data
{'content': 'long-faced'}