Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
μακρός
μακρόσημος
View word page
μακρόπορος
travelling far

ShortDef

travelling far

Debugging

Headword:
μακρόπορος
Headword (normalized):
μακρόπορος
Headword (normalized/stripped):
μακροπορος
IDX:
54392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54393
Key:

Data

{'content': 'travelling far'}