Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
μακρός
View word page
μακροπορία
a long way
ShortDef
a long way
Debugging
Headword:
μακροπορία
Headword (normalized):
μακροπορία
Headword (normalized/stripped):
μακροπορια
IDX:
54391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54392
Key:
Data
{'content': 'a long way'}