Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
μακρορριζία
μακρόρριζος
μακρόρρυγχος
μάκρος
View word page
μακροπορέω
to go
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
μακροπορέω
Headword (normalized):
μακροπορέω
Headword (normalized/stripped):
μακροπορεω
IDX:
54390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54391
Key:
Data
{'content': 'to go'}