Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτύστης
μακροπώγων
View word page
μακρόπολος
long
ShortDef
long
Debugging
Headword:
μακρόπολος
Headword (normalized):
μακρόπολος
Headword (normalized/stripped):
μακροπολος
IDX:
54386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54387
Key:
Data
{'content': 'long'}