Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
View word page
μακροπερίοδος
making long periods

ShortDef

making long periods

Debugging

Headword:
μακροπερίοδος
Headword (normalized):
μακροπερίοδος
Headword (normalized/stripped):
μακροπεριοδος
IDX:
54382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54383
Key:

Data

{'content': 'making long periods'}