Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
View word page
μακροπεριοδεύτως
verbosely
ShortDef
verbosely
Debugging
Headword:
μακροπεριοδεύτως
Headword (normalized):
μακροπεριοδεύτως
Headword (normalized/stripped):
μακροπεριοδευτως
IDX:
54381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54382
Key:
Data
{'content': 'verbosely'}