Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρόλοβος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
View word page
μακρόπεπλος
long-robed
ShortDef
long-robed
Debugging
Headword:
μακρόπεπλος
Headword (normalized):
μακρόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
μακροπεπλος
IDX:
54380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54381
Key:
Data
{'content': 'long-robed'}