Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακροκομέω
μακροκωλία
μακρόκωλος
μακρόκωπος
μακρόλοβος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
View word page
μακρονοσέω
have a lingering sickness
ShortDef
have a lingering sickness
Debugging
Headword:
μακρονοσέω
Headword (normalized):
μακρονοσέω
Headword (normalized/stripped):
μακρονοσεω
IDX:
54376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54377
Key:
Data
{'content': 'have a lingering sickness'}