Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακροκέφαλος
μακροκοίλιος
μακροκομέω
μακροκωλία
μακρόκωλος
μακρόκωπος
μακρόλοβος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
View word page
μακρόμαλλος
with long wool

ShortDef

with long wool

Debugging

Headword:
μακρόμαλλος
Headword (normalized):
μακρόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
μακρομαλλος
IDX:
54374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54375
Key:

Data

{'content': 'with long wool'}