Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακρόκερκος
μακροκέφαλος
μακροκοίλιος
μακροκομέω
μακροκωλία
μακρόκωλος
μακρόκωπος
μακρόλοβος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπνοια
View word page
μακρολόγος
speaking at length

ShortDef

speaking at length

Debugging

Headword:
μακρολόγος
Headword (normalized):
μακρολόγος
Headword (normalized/stripped):
μακρολογος
IDX:
54373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54374
Key:

Data

{'content': 'speaking at length'}