Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακροβολέω
μακροβολία
μακροβόλος
μακρογένειος
μακρόγενυς
μακρογηραία
μακρογηράω
μακρογήρως
μακρόγηρως
μακρογόγγυλος
μακροδάκτυλος
μακροδρόμος
μακροειδής
μακρόηλος
μακροημέρευσις
μακροήμερος
μακρόθεν
μακρόθι
View word page
μακρογήρως
long-lived
ShortDef
long-lived
Debugging
Headword:
μακρογήρως
Headword (normalized):
μακρογήρως
Headword (normalized/stripped):
μακρογηρως
IDX:
54342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54343
Key:
Data
{'content': 'long-lived'}