Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακροαπόδοτος
μακροβάμων
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακροβολέω
μακροβολία
μακροβόλος
μακρογένειος
μακρόγενυς
μακρογηραία
μακρογηράω
μακρογήρως
μακρόγηρως
μακρογόγγυλος
μακροδάκτυλος
μακροδρόμος
μακροειδής
μακρόηλος
μακροημέρευσις
μακροήμερος
View word page
μακρογηραία
extreme old age

ShortDef

extreme old age

Debugging

Headword:
μακρογηραία
Headword (normalized):
μακρογηραία
Headword (normalized/stripped):
μακρογηραια
IDX:
54340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54341
Key:

Data

{'content': 'extreme old age'}