Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακραυχένοπλος
μακραύχην
μακρέτειος
μακρηγορέω
μακρηγορία
μακρήγορος
μακρημερία
μακροαπόδοτος
μακροβάμων
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακροβολέω
μακροβολία
μακροβόλος
μακρογένειος
μακρόγενυς
μακρογηραία
μακρογηράω
μακρογήρως
μακρόγηρως
View word page
μακροβιότης
longevity

ShortDef

longevity

Debugging

Headword:
μακροβιότης
Headword (normalized):
μακροβιότης
Headword (normalized/stripped):
μακροβιοτης
IDX:
54333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54334
Key:

Data

{'content': 'longevity'}