Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακράν
μακραυχένοπλος
μακραύχην
μακρέτειος
μακρηγορέω
μακρηγορία
μακρήγορος
μακρημερία
μακροαπόδοτος
μακροβάμων
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακροβολέω
μακροβολία
μακροβόλος
μακρογένειος
μακρόγενυς
μακρογηραία
μακρογηράω
μακρογήρως
View word page
μακρόβιος
long-lived

ShortDef

long-lived

Debugging

Headword:
μακρόβιος
Headword (normalized):
μακρόβιος
Headword (normalized/stripped):
μακροβιος
IDX:
54332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54333
Key:

Data

{'content': 'long-lived'}