Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μακκοάω
μάκρα
μακραγορία
μακραίων
μακράν
μακραυχένοπλος
μακραύχην
μακρέτειος
μακρηγορέω
μακρηγορία
μακρήγορος
μακρημερία
μακροαπόδοτος
μακροβάμων
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακροβολέω
μακροβολία
μακροβόλος
μακρογένειος
View word page
μακρήγορος
speaking at great length

ShortDef

speaking at great length

Debugging

Headword:
μακρήγορος
Headword (normalized):
μακρήγορος
Headword (normalized/stripped):
μακρηγορος
IDX:
54328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54329
Key:

Data

{'content': 'speaking at great length'}