Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλάστησις
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀναβλήδην
ἀνάβλησις
View word page
ἀναβιοτή
coming to life again

ShortDef

coming to life again

Debugging

Headword:
ἀναβιοτή
Headword (normalized):
ἀναβιοτή
Headword (normalized/stripped):
αναβιοτη
IDX:
5429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5430
Key:

Data

{'content': 'coming to life again'}