Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλάστησις
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀναβλήδην
View word page
ἀναβιβρώσκω
gnaw through, erode

ShortDef

gnaw through, erode

Debugging

Headword:
ἀναβιβρώσκω
Headword (normalized):
ἀναβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
αναβιβρωσκω
IDX:
5428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5429
Key:

Data

{'content': 'gnaw through, erode'}