Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλάστησις
ἀνάβλεμμα
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
View word page
ἀναβιβαστέος
one must cause to mount

ShortDef

one must cause to mount

Debugging

Headword:
ἀναβιβαστέος
Headword (normalized):
ἀναβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
αναβιβαστεος
IDX:
5427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5428
Key:

Data

{'content': 'one must cause to mount'}