Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
μαιεύτρια
Μαιῆτις
μαιήτωρ
Μαικήνας
μαίμακος
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
Μαιμαλίδης
μαιμάω
Μαίναλον
μαίνανδρος
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαίνομαι
μαινομένη
View word page
Μαιμάκτης
the boisterous, stormy

ShortDef

the boisterous, stormy

Debugging

Headword:
Μαιμάκτης
Headword (normalized):
μαιμάκτης
Headword (normalized/stripped):
μαιμακτης
IDX:
54267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54268
Key:

Data

{'content': 'the boisterous, stormy'}