Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
μαιανδρώδης
Μαιάς
μαιεία
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
μαιεύτρια
Μαιῆτις
μαιήτωρ
Μαικήνας
μαίμακος
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
Μαιμαλίδης
μαιμάω
Μαίναλον
View word page
μαιευτικός
of or for midwifery, obstetric

ShortDef

of or for midwifery, obstetric

Debugging

Headword:
μαιευτικός
Headword (normalized):
μαιευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαιευτικος
IDX:
54260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54261
Key:

Data

{'content': 'of or for midwifery, obstetric'}