Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
μαιανδρώδης
Μαιάς
μαιεία
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
μαιεύτρια
Μαιῆτις
μαιήτωρ
Μαικήνας
μαίμακος
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
Μαιμαλίδης
View word page
μαιεύομαι
to serve as a midwife

ShortDef

to serve as a midwife

Debugging

Headword:
μαιεύομαι
Headword (normalized):
μαιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μαιευομαι
IDX:
54258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54259
Key:

Data

{'content': 'to serve as a midwife'}