Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
μαιανδρώδης
Μαιάς
μαιεία
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
μαιεύτρια
Μαιῆτις
μαιήτωρ
Μαικήνας
View word page
μαιανδρώδης
winding
ShortDef
winding
Debugging
Headword:
μαιανδρώδης
Headword (normalized):
μαιανδρώδης
Headword (normalized/stripped):
μαιανδρωδης
IDX:
54254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54255
Key:
Data
{'content': 'winding'}