Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
μαιανδρώδης
Μαιάς
μαιεία
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
View word page
Μαῖα
Maia

ShortDef

Maia
mother, foster-mother, midwife

Debugging

Headword:
Μαῖα
Headword (normalized):
μαῖα
Headword (normalized/stripped):
μαια
IDX:
54250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54251
Key:

Data

{'content': 'Maia'}