Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
μαιανδρώδης
Μαιάς
View word page
μαθητικεύομαι
make a display of learning

ShortDef

make a display of learning

Debugging

Headword:
μαθητικεύομαι
Headword (normalized):
μαθητικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μαθητικευομαι
IDX:
54245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54246
Key:

Data

{'content': 'make a display of learning'}