Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
Μαιάνδριος
Μαίανδρος
View word page
μαθητής
a learner, pupil

ShortDef

a learner, pupil

Debugging

Headword:
μαθητής
Headword (normalized):
μαθητής
Headword (normalized/stripped):
μαθητης
IDX:
54243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54244
Key:

Data

{'content': 'a learner, pupil'}