Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
Μαῖα
μαῖα
View word page
μαθητέος
to be learnt

ShortDef

to be learnt

Debugging

Headword:
μαθητέος
Headword (normalized):
μαθητέος
Headword (normalized/stripped):
μαθητεος
IDX:
54241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54242
Key:

Data

{'content': 'to be learnt'}