Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθος
View word page
μάθησις
learning, the getting of knowledge

ShortDef

learning, the getting of knowledge

Debugging

Headword:
μάθησις
Headword (normalized):
μάθησις
Headword (normalized/stripped):
μαθησις
IDX:
54239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54240
Key:

Data

{'content': 'learning, the getting of knowledge'}