Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
View word page
μαθημοσύνη
learning

ShortDef

learning

Debugging

Headword:
μαθημοσύνη
Headword (normalized):
μαθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαθημοσυνη
IDX:
54238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54239
Key:

Data

{'content': 'learning'}