Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
View word page
μαθηματοπωλικός
making a trade of science

ShortDef

making a trade of science

Debugging

Headword:
μαθηματοπωλικός
Headword (normalized):
μαθηματοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
μαθηματοπωλικος
IDX:
54237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54238
Key:

Data

{'content': 'making a trade of science'}