Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
View word page
μαθηματικεύομαι
employ mathematical reasoning

ShortDef

employ mathematical reasoning

Debugging

Headword:
μαθηματικεύομαι
Headword (normalized):
μαθηματικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μαθηματικευομαι
IDX:
54235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54236
Key:

Data

{'content': 'employ mathematical reasoning'}