Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
View word page
μάθημα
that which is learnt, a lesson
ShortDef
that which is learnt, a lesson
Debugging
Headword:
μάθημα
Headword (normalized):
μάθημα
Headword (normalized/stripped):
μαθημα
IDX:
54234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54235
Key:
Data
{'content': 'that which is learnt, a lesson'}