Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
View word page
μαθαλίς
cup
ShortDef
cup
Debugging
Headword:
μαθαλίς
Headword (normalized):
μαθαλίς
Headword (normalized/stripped):
μαθαλις
IDX:
54233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54234
Key:
Data
{'content': 'cup'}