Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
View word page
μαζύγιον
amalgam

ShortDef

amalgam

Debugging

Headword:
μαζύγιον
Headword (normalized):
μαζύγιον
Headword (normalized/stripped):
μαζυγιον
IDX:
54232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54233
Key:

Data

{'content': 'amalgam'}