Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζάω
μαζήρεοι
μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
View word page
μαζοφαγέω
eat barley-bread

ShortDef

eat barley-bread

Debugging

Headword:
μαζοφαγέω
Headword (normalized):
μαζοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
μαζοφαγεω
IDX:
54230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54231
Key:

Data

{'content': 'eat barley-bread'}