Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαζάρης
μαζάω
μαζήρεοι
μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
View word page
Μαζουσία
breast-shaped

ShortDef

breast-shaped

Debugging

Headword:
Μαζουσία
Headword (normalized):
μαζουσία
Headword (normalized/stripped):
μαζουσια
IDX:
54229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54230
Key:

Data

{'content': 'breast-shaped'}