Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
View word page
Ἀναβησίνεως
Anabesineus (Embarker)

ShortDef

Anabesineus (Embarker)

Debugging

Headword:
Ἀναβησίνεως
Headword (normalized):
ἀναβησίνεως
Headword (normalized/stripped):
αναβησινεως
IDX:
5422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5423
Key:

Data

{'content': 'Anabesineus (Embarker)'}