Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζαγρέτας
Μαζάρης
μαζάω
μαζήρεοι
μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
View word page
μαζοποιός
making barley-bread

ShortDef

making barley-bread

Debugging

Headword:
μαζοποιός
Headword (normalized):
μαζοποιός
Headword (normalized/stripped):
μαζοποιος
IDX:
54228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54229
Key:

Data

{'content': 'making barley-bread'}