Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαζαγόας
μαζαγρέτας
Μαζάρης
μαζάω
μαζήρεοι
μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζύγιον
μαθαλίς
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
View word page
μαζοποιέω
make barley-bread

ShortDef

make barley-bread

Debugging

Headword:
μαζοποιέω
Headword (normalized):
μαζοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μαζοποιεω
IDX:
54227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54228
Key:

Data

{'content': 'make barley-bread'}