Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
View word page
ἀναβέβρυχα
gushed

ShortDef

gushed

Debugging

Headword:
ἀναβέβρυχα
Headword (normalized):
ἀναβέβρυχα
Headword (normalized/stripped):
αναβεβρυχα
IDX:
5421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5422
Key:

Data

{'content': 'gushed'}