Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάω
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μαδιστήριον
μαδός
μάδος
Μάδυτος
μαδών
μᾶζα
μαζαγόας
μαζαγρέτας
Μαζάρης
μαζάω
μαζήρεοι
μαζηρός
μαζίσκη
μαζονόμον
μαζονόμος
View word page
μαδών
Hebr., man of contention

ShortDef

Hebr., man of contention

Debugging

Headword:
μαδών
Headword (normalized):
μαδών
Headword (normalized/stripped):
μαδων
IDX:
54215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54216
Key:

Data

{'content': 'Hebr., man of contention'}