Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάδαρα
μαδαριάω
μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάω
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μαδιστήριον
μαδός
μάδος
Μάδυτος
μαδών
μᾶζα
μαζαγόας
μαζαγρέτας
Μαζάρης
μαζάω
View word page
μαδίζω
pluck

ShortDef

pluck

Debugging

Headword:
μαδίζω
Headword (normalized):
μαδίζω
Headword (normalized/stripped):
μαδιζω
IDX:
54210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54211
Key:

Data

{'content': 'pluck'}