Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μάγων
μάδαρα
μαδαριάω
μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάω
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μαδιστήριον
μαδός
μάδος
Μάδυτος
μαδών
μᾶζα
μαζαγόας
μαζαγρέτας
Μαζάρης
View word page
μαδιγένειος
smooth-chinned
ShortDef
smooth-chinned
Debugging
Headword:
μαδιγένειος
Headword (normalized):
μαδιγένειος
Headword (normalized/stripped):
μαδιγενειος
IDX:
54209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54210
Key:
Data
{'content': 'smooth-chinned'}