Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
ἀναβιόω
View word page
ἀναβατός
to be mounted

ShortDef

to be mounted

Debugging

Headword:
ἀναβατός
Headword (normalized):
ἀναβατός
Headword (normalized/stripped):
αναβατος
IDX:
5420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5421
Key:

Data

{'content': 'to be mounted'}