Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
ἀναβιοτή
View word page
ἀναβατικός
skilled in mounting

ShortDef

skilled in mounting

Debugging

Headword:
ἀναβατικός
Headword (normalized):
ἀναβατικός
Headword (normalized/stripped):
αναβατικος
IDX:
5419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5420
Key:

Data

{'content': 'skilled in mounting'}