Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐζω
ἀγλαΐη
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
ἀγλαϊστός
ἀγλαόβοτρυς
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαοεργός
View word page
ἀγλαΐζομαι
adorn oneself with

ShortDef

adorn oneself with

Debugging

Headword:
ἀγλαΐζομαι
Headword (normalized):
ἀγλαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγλαιζομαι
IDX:
541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-542
Key:

Data

{'content': 'adorn oneself with'}