Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀναβάπτω
ἀνάβασις
ἀναβασμός
ἀναβαστάζω
ἀναβατέον
ἀναβατήριον
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
Ἀναβησίνεως
ἀναβήσσω
ἀναβιβάζω
ἀναβιβασμός
ἀναβιβαστέον
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβρώσκω
View word page
ἀναβάτης
one mounted

ShortDef

one mounted

Debugging

Headword:
ἀναβάτης
Headword (normalized):
ἀναβάτης
Headword (normalized/stripped):
αναβατης
IDX:
5418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5419
Key:

Data

{'content': 'one mounted'}